- παθογόνο
- pathogène
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γονόκοκκος — Παθογόνο μικρόβιο, αιτιολογικός παράγοντας της βλεννόρροιας. Ο γ. ανακαλύφθηκε από τον Νάισερ το 1879 και βρίσκεται είτε μέσα στο υγρό, σε περίπτωση βλεννόρροιας, που εκκρίνεται είτε στα πυοσφαίρια και στα επιθηλιακά κύτταρα. Παρουσιάζεται με τη… … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… … Dictionary of Greek
κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… … Dictionary of Greek
καρδιοβακτήριο — το (μικροβιολ.) βάκιλλος που είναι παθογόνο αίτιο για ορισμένες ενδοκαρδίτιδες τού ανθρώπου … Dictionary of Greek
κολοβακίλλωση — και κολιβακίλλωση, η 1. ιατρ. λοίμωξη που προκαλείται από παθογόνο κολοβακτηρίδιο και η οποία εντοπίζεται συχνά στο πεπτικό σύστημα 2. (κτην.) νόσος διαφόρων κατοικίδιων ζώων που εκδηλώνεται με τρεις κύριες μορφές, την κολοβακτηριακή σηψαιμία,… … Dictionary of Greek
κολοβακτήριο — Κινητό βακτήριο της τάξης των ευβακτηρίων· η επιστημονική του ονομασία είναι Escherichia coli, ενώ παλαιότερα ήταν γνωστό ως Bacterium coli. Έχει ραβδοειδές σχήμα, δεν σχηματίζει σπόρια και είναι αρνητικό κατά Γκραμ. Είναι αερόβιο, ζει όμως και… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
λάμβλια — η ζωολ. ζωομαστιγοφόρο παράσιτο τού εντέρου τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών που σχηματίζει ωοειδείς κύστεις και μπορεί να γίνει παθογόνο, ιδίως σε μικρά παιδιά και εξασθενημένα άτομα, προκαλώντας τη λαμβλίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek